字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

wiper 在希腊语中:

1. καθαριστής καθαριστής



希腊语 单词“wiper“(καθαριστής)出现在集合中:

Τα μέρη του αυτοκινήτου στα αγγλικά