字典 希腊语 - 英语

ελληνικά - English

καθαριστής 用英语:

1. wiper wiper


I used my windshield wiper to clean the snow on my window.
The German word "Scheibenwischer" means "windshield wiper".

英语 单词“καθαριστής“(wiper)出现在集合中:

Τα μέρη του αυτοκινήτου στα αγγλικά