字典 中国的 - 希腊语

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

电扇 在希腊语中:

1. ανεμιστήρας



希腊语 单词“电扇“(ανεμιστήρας)出现在集合中:

Οικιακές συσκευές στα κινέζικα