字典 土耳其 - 希腊语

Türkçe - ελληνικά

Trompet 在希腊语中:

1. τρομπέτα τρομπέτα



希腊语 单词“Trompet“(τρομπέτα)出现在集合中:

Μουσικά όργανα στα τουρκικά