字典 俄 - 希腊语

русский язык - ελληνικά

копировать 在希腊语中:

1. αντίγραφο αντίγραφο


Μπορείς να δανειστέις ένα αντίγραφο από οποιαδήποτε δημόσια βιβλιοθήκη.