字典 罗马尼亚 - 希腊语

limba română - ελληνικά

ofer 在希腊语中:

1. προσφέρω


Θα ήθελα να σου προσφέρω ένα ποτό.
Δεν είμαι σίγουρος πώς να προσφέρω αυτή τη λέξη.