字典 葡萄牙 - 希腊语

português - ελληνικά

rede 在希腊语中:

1. δίκτυο δίκτυο


Το σιδηροδρομικό δίκτυο στην χώρα μου είναι πολύ κακό, οπότε όλοι παίρνουν λεωφορείο.