字典 波兰语 - 希腊语

język polski - ελληνικά

różne 在希腊语中:

1. διαφορετικός διαφορετικός



2. διάφορος διάφορος



希腊语 单词“różne“(διάφορος)出现在集合中:

Nieokreslone czesci mowy