字典 波兰语 - 希腊语

język polski - ελληνικά

nogi 在希腊语中:

1. πόδια πόδια


Έτρεξε όσο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα πόδια του.

希腊语 单词“nogi“(πόδια)出现在集合中:

akcenty grecki
słówka greckie