字典 波兰语 - 希腊语

język polski - ελληνικά

centralne ogrzewanie 在希腊语中:

1. κεντρική θέρμανση κεντρική θέρμανση



希腊语 单词“centralne ogrzewanie“(κεντρική θέρμανση)出现在集合中:

tradycyjna konwersacja