字典 波兰语 - 希腊语

język polski - ελληνικά

całkowity 在希腊语中:

1. ολόκληρος



2. σύνολο



3. απόλυτος



希腊语 单词“całkowity“(απόλυτος)出现在集合中:

piosenka το βιογραφικό