字典 荷兰人 - 希腊语

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

wasmachine 在希腊语中:

1. πλυντήριο πλυντήριο



希腊语 单词“wasmachine“(πλυντήριο)出现在集合中:

Οικιακές συσκευές στα ολλανδικά