字典 荷兰人 - 希腊语

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

ID kaart 在希腊语中:

1. ταυτότητα ταυτότητα



希腊语 单词“ID kaart“(ταυτότητα)出现在集合中:

Έγγραφα στα ολλανδικά