字典 荷兰人 - 希腊语

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

Bos 在希腊语中:

1. δάσος δάσος



希腊语 单词“Bos“(δάσος)出现在集合中:

Όροι για τη γεωγραφία στα ολλανδικά