字典 意大利 - 希腊语

italiano - ελληνικά

codardo 在希腊语中:

1. δειλός δειλός


Αυτός είμαι εγώ - ο δειλός ανήμπορος να συλλέξει το κουράγιο του και να μάθει την αλήθεια.