字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

waterproof 在希腊语中:

1. αδιάβροχο



希腊语 单词“waterproof“(αδιάβροχο)出现在集合中:

Notes 05/07/2018 (c)
Notes 23/01/2018 (1)