字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

to clear 在希腊语中:

1. καθαρίζω καθαρίζω



希腊语 单词“to clear“(καθαρίζω)出现在集合中:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 401 - 450