字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

thrilling 在希腊语中:

1. συναρπαστικός



2. εντυπωσιακό



3. φανταστική



希腊语 单词“thrilling“(φανταστική)出现在集合中:

Notes 02/11/2018 (b)