字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

prohibit 在希腊语中:

1. απαγορεύω απαγορεύω



希腊语 单词“prohibit“(απαγορεύω)出现在集合中:

Notes 04/03/2019 (b)
Notes 29/10/2018