字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

operate 在希腊语中:

1. λειτουργώ λειτουργώ



希腊语 单词“operate“(λειτουργώ)出现在集合中:

Notes 19/07/2018

2. χειρουργώ χειρουργώ



希腊语 单词“operate“(χειρουργώ)出现在集合中:

Notes 20/02/2018 (2)