字典 英语 - 希腊语

English - ελληνικά

following 在希腊语中:

1. ακολουθώ ακολουθώ



希腊语 单词“following“(ακολουθώ)出现在集合中:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 651 - 700