Toggle navigation
创建一个帐户
登录
创建词汇卡
课程
字典 英语 - 希腊语
A
a lot
字典 英语 - 希腊语
-
a lot
在希腊语中:
1.
πολύ
Μου αρέσει πάρα πολύ.
Είναι πολύ νέο.
Αυτός ενδιαφέρεται πολύ για την ιαπωνική γλώσσα.
Με βοήθησε πολύ.
Πάρα πολύ άθλημα στην τηλεόραση.
Ο πατέρας της είναι πολύ ψηλός, ε;
Είμαι πολύ ευτυχισμένος να σε ξαναδώ.
Αυτός ήταν πολύ κουρασμένος.
希腊语 单词“a lot“(πολύ)出现在集合中:
Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 201 - 250
Και,ή,αλλά,οπότε - And, or, but, so
相关词
friend 在希腊语中
age 在希腊语中
answer 在希腊语中
dog 在希腊语中
sentence 在希腊语中
birthday 在希腊语中
hero 在希腊语中
以“开头的其他词语A“
abandon 在希腊语中
ability 在希腊语中
about 在希腊语中
above 在希腊语中
abroad 在希腊语中
absence 在希腊语中
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
Y
Z
×
登录
登录
登录
登录或电邮
密码
登录
你忘记了密码吗?
没有账号?
登录
登录
创建一个帐户
从这节免费的课程开始吧!
完全免费。没有强制消费。没有垃圾邮件。
您的电邮地址
创建一个帐户
已经有账号?
接受
法规
和
隐私政策