字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

στρατιώτης 用中文:

1. 士兵 士兵



中国 单词“στρατιώτης“(士兵)出现在集合中:

Επαγγέλματα στα κινέζικα