字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

σκόρδο 用中文:

1. 大蒜 大蒜



中国 单词“σκόρδο“(大蒜)出现在集合中:

Μπαχαρικά στα κινέζικα