字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

νοσοκόμα 用中文:

1. 护士 护士



中国 单词“νοσοκόμα“(护士)出现在集合中:

Επαγγέλματα στα κινέζικα