字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

μηχανικός 用中文:

1. 工程师 工程师



中国 单词“μηχανικός“(工程师)出现在集合中:

Επαγγέλματα στα κινέζικα