字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

μαγειρική 用中文:

1. 烹饪 烹饪



中国 单词“μαγειρική“(烹饪)出现在集合中:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα κινέζικα