字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

λεωφορείο 用中文:

1. 公共汽车 公共汽车


赶公共汽车。/ 公共汽车很挤。

中国 单词“λεωφορείο“(公共汽车)出现在集合中:

Μέσα μεταφοράς στα κινέζικα