字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

κόρη 用中文:

1. 女儿 女儿



中国 单词“κόρη“(女儿)出现在集合中:

Μέλη της οικογενειας στα κινέζικα