字典 希腊语 - 中国的

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

δωροδοκία 用中文:

1. 受贿 受贿



中国 单词“δωροδοκία“(受贿)出现在集合中:

Εγκλήματα στα κινέζικα