字典 希腊语 - 土耳其

ελληνικά - Türkçe

φρένο 用土耳其语:

1. fren fren


Birden fren yapma.

土耳其 单词“φρένο“(fren)出现在集合中:

Τα μέρη του ποδηλάτου στα τουρκικά