字典 希腊语 - 土耳其

ελληνικά - Türkçe

φθινόπωρο 用土耳其语:

1. sonbahar sonbahar


Sonbahar uzun ve ılımandı.

土耳其 单词“φθινόπωρο“(sonbahar)出现在集合中:

Μήνες και εποχές στα τουρκικά
Yunancada Aylar ve mevsimler