字典 希腊语 - 土耳其

ελληνικά - Türkçe

κατσαρόλα 用土耳其语:

1. tencere tencere



土耳其 单词“κατσαρόλα“(tencere)出现在集合中:

Μαγειρικά σκεύη στα τουρκικά