字典 希腊语 - 土耳其

ελληνικά - Türkçe

γενναιόδωρος 用土耳其语:

1. cömert cömert


Adem cömert bir adam.

土耳其 单词“γενναιόδωρος“(cömert)出现在集合中:

Επίθετα προσωπικότητας στα τουρκικά