字典 希腊语 - 土耳其

ελληνικά - Türkçe

αλλεργία 用土耳其语:

1. alerji alerji



土耳其 单词“αλλεργία“(alerji)出现在集合中:

Προβλήματα υγείας στα τουρκικά