字典 希腊语 - 土耳其

ελληνικά - Türkçe

αδελφός 用土耳其语:

1. erkek kardeş erkek kardeş



土耳其 单词“αδελφός“(erkek kardeş)出现在集合中:

Μέλη της οικογενειας στα τουρκικά