字典 希腊语 - 意大利

ελληνικά - italiano

βούρτσα 用意大利语:

1. spazzola spazzola


L'uomo pettina il suo cane con una spazzola.

意大利 单词“βούρτσα“(spazzola)出现在集合中:

Είδη καθαρισμού στα ιταλικά