字典 希腊语 - 英语

ελληνικά - English

άσθμα 用英语:

1. asthma


I had an asthma attack.
I suffer from asthma.

英语 单词“άσθμα“(asthma)出现在集合中:

Προβλήματα υγείας στα αγγλικά