字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

νοσοκόμα 用阿拉伯语:

1. ممرضة ممرضة



阿拉伯语 单词“νοσοκόμα“(ممرضة)出现在集合中:

Επαγγέλματα στα αραβικά