字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

μύτη 用阿拉伯语:

1. أنف أنف



阿拉伯语 单词“μύτη“(أنف)出现在集合中:

Μέρη του σώματος στα αραβικά