字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

μητέρα 用阿拉伯语:

1. أم أم



阿拉伯语 单词“μητέρα“(أم)出现在集合中:

Μέλη της οικογενειας στα αραβικά