字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

κόψιμο 用阿拉伯语:

1. قطع قطع



阿拉伯语 单词“κόψιμο“(قطع)出现在集合中:

Τραυματισμοί στα αραβικά