字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

κόρη 用阿拉伯语:

1. ابنة ابنة



阿拉伯语 单词“κόρη“(ابنة)出现在集合中:

Μέλη της οικογενειας στα αραβικά