字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

κόκκινος 用阿拉伯语:

1. أحمر أحمر



阿拉伯语 单词“κόκκινος“(أحمر)出现在集合中:

Χρώματα στα αραβικά