字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

καρέκλα 用阿拉伯语:

1. كرسي كرسي



阿拉伯语 单词“καρέκλα“(كرسي)出现在集合中:

Λεξιλόγιο για την τραπεζαρία στα αραβικά
Έπιπλα στα αραβικά