字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

ηλικία 用阿拉伯语:

1. عمر عمر



阿拉伯语 单词“ηλικία“(عمر)出现在集合中:

Προσωπικά δεδομένα στα αραβικά