字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

ερπετό 用阿拉伯语:

1. زاحف زاحف



阿拉伯语 单词“ερπετό“(زاحف)出现在集合中:

Ερπετά στα αραβικά

2. زواحف زواحف