字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

δωροδοκία 用阿拉伯语:

1. رشوة رشوة



阿拉伯语 单词“δωροδοκία“(رشوة)出现在集合中:

Εγκλήματα στα αραβικά