字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

διάρρηξη 用阿拉伯语:

1. السطو السطو



阿拉伯语 单词“διάρρηξη“(السطو)出现在集合中:

Εγκλήματα στα αραβικά