字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

αεροπλάνο 用阿拉伯语:

1. طائرة طائرة



阿拉伯语 单词“αεροπλάνο“(طائرة)出现在集合中:

Μέσα μεταφοράς στα αραβικά